υπερκορεννύω

υπερκορεννύω
(αόρ. υπερεκόρεσα) μετ. уст. перенасыщать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπερκορεννύω" в других словарях:

  • υπερκορεννύω — ὑπερκορέννυμι ΝΜΑ νεοελλ. μσν. γεμίζω κάτι μέχρι το ακρότατο όριο, παραγεμίζω νεοελλ. χημ. (σχετικά με διάλυμα) προκαλώ υπερκορεσμο αρχ. δημιουργώ σε κάποιον υπέρμετρο αίσθημα κορεσμού, τόν χορταίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορέννυμι «γεμίζω …   Dictionary of Greek

  • υπερκορέννυμι — ΜΑ βλ. υπερκορεννύω …   Dictionary of Greek

  • υπερκορεσμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει υποστεί υπερκορεσμό («υπερκορεσμένο επάγγελμα») 2. φρ. «υπερκορεσμένο διάλυμα» φυσ. χημ. υπέρκορο διάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. υπερκορεννύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»